Ταξίδεψα όλο το απόγευμα, όλη τη νύχτα, μέχρι το επόμενο πρωί, ώσπου έγινε ξανά απόγευμα. Ώρες και ώρες, στιγμές και στιγμές ατελείωτες. Αδιάκοπα και ακούραστα. Δεν παραιτήθηκα ούτε τόσο δα λίγο. Δεν κοντοστάθηκα, μόνο συνέχισα τη διαδρομή μου. Αποφασιστικά και επίμονα.
Κάτι φορές κινήθηκα αργά και νωχελικά, να απολαμβάνω αχόρταγα κάθε εκατοστό, κάθε μέτρο και κάθε χιλιόμετρο. Σαν ο χρόνος να κυλά αργά, τόσο που να μπορώ να θυμάμαι όλη μου τη διαδρομή σε αυτό το ταξίδι με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Ανατριχιαστικές στην αλήθεια τους, γιατί θυμάμαι είχαν σηκωθεί όλες μου οι τρίχες, σε μια ενστικτώδη προσπάθεια να εγκλωβίσουν γύρω μου όλο το μεθυστικό άρωμα της περιπέτειας μου.
Και κάτι φορές έτρεξα γρήγορα και έντονα, λαχανιάζοντας , ξέπνοος από ενθουσιασμό. Να κόβεται η ανάσα μου και οι χτύποι της καρδιάς μου να μένουν μετέωροι, όχι σαν να σταματησέ ο χρόνος, μα σαν να μην υπήρξε ποτέ ή σαν να μην είχε ποτέ σημασία. Και να, την επόμενη στιγμή, η καρδιά μου να παίρνει ξανά μπρος, αλλά αυτή τη φορά εκρηκτικά, σαν να γνωρίζει κι η ίδια πως το αίμα που ορίζει είναι πια πιο ευγενικό, πιο ατίθασο, πιο ζωντανό. Μια καρδιά σε μαρμαρυγή να με σπρώχνει ευθεία μπροστά, να με εμποδίζει να σταματήσω, να μου δίνει φόρα σε έναν τρελό κατήφορο απόλαυσης.
Και ταξίδεψα όλο το απόγευμα, όλη τη νύχτα και όλο το επόμενο πρωί, ώσπου έγινε απόγευμα πάλι. Κι εκείνο το απόγευμα με βρήκαν ήρεμο κι εξουθενωμένο, μούσκεμα στον ιδρώτα, ρευστό, ολόκληρο και γαλήνιο. Με βρήκαν να κοιμάμαι ήσυχος σε μια σκιά στην δεξιά άκρη του χαμόγελού σου, αφού είχα ξεκινήσει, ατελείωτες στιγμές πριν, από την άλλη άκρη των χειλιών σου, για να διασχίσω, πότε αργά και πότε γρήγορα, πότε γητεμένος και πότε γητευτής, την υπέροχη σχισμή του γέλιου σου.