Το μόνο καθήκον που θα μπορούσα ν’ αναγνωρίσω στον εαυτό μου είναι η αγάπη. Αλλά μετά σκέφτομαι πως στην άσκηση των καθηκόντων μου υπήρξα πάντα ανόητος, αν όχι εντελώς ηλίθιος. Το μαρτυρά, άλλωστε, η διαρκής μοναξιά στην όποια έχω καταδικάσει τον εαυτό μου. Η μοναξιά εξάλλου, όπως και η ομορφιά, είναι τις περισσότερες φορές – μα τι λέω; – όλες τις φορές, αυταπόδεικτη.
Είμαι ανόητος. Το ξέρω πολύ καλά, επειδή δίνω στις έννοιες του ‘πρέπει’ και του καθήκοντος μια και μοναδική, απόλυτη σημασία. Τη σημασία που πηγάζει από τον τρόπο που πρέπει να εκφράζεται η αγάπη. Δηλαδή απολύτως ελευθέρα, χωρίς κανέναν περιορισμό, ωθώντας με με την ακατανίκητη δύναμή της, εμποδίζοντάς με να σταματήσω μπροστά ακόμα και στο πιο ακλόνητο εμπόδιο.
Είναι μια δύσκολη σκέψη, στ’ αλήθεια, αυτή και ακόμα πιο δύσκολο καθήκον και ο μόνος λόγος που μονολογώ σχετικά είναι μπας και μπορέσω να σταθώ ικανός να κατανοήσω την έννοια της αγάπης στην ουσία της. Γιατί μόνο η αγάπη μπορεί να έχει ένα απεριόριστο όριο, να φτάνει στα άκρα και την ίδια στιγμή να τα επεκτείνει. Γιατί μόνο η αγάπη μπορεί να είναι απόλυτη και ταυτόχρονα ελεύθερη, απόγνωση και μεγαλείο. Γιατί μόνο η αγάπη είναι μια δύναμη ακατανίκητη και συνάμα ευάλωτη, μια ώθηση ασταμάτητη, μια δυνατή σπρωξιά, ενάντια στον κόσμο και τις ευνοϊκές του πιθανότητες.
Έτσι αντιλαμβάνομαι την αγάπη κι έτσι την εφαρμόζω, ακόμα και τις φορές που την εφευρίσκω από την αρχή. Κι αν δεν τη ζω έτσι, δεν στέκομαι ακέραιος μπροστά στο ένα και μοναδικό μου καθήκον.
Κι όλοι εσείς που αγαπήσατε με τρόπο διαφορετικό, κάνατε λάθος. Γιατί με περιορίσατε, αντί να με ωθήστε στα άκρα. Γιατί υπήρξατε απόλυτοι, χωρίς να σταθείτε πριν ελεύθεροι. Γιατί με φυλακίσατε σ’ένα σημείο, αντί να με απογειώσετε στο άπειρο. Και γιατί με σταματήσατε, αντί να μου καταστρέψετε τα φρένα.
Καταδικάζω, λοιπόν, ευχάριστα τον εαυτό μου, ξανά και ξανά, σε μοναξιά χωρίς ελαφρυντικά και από εσάς, τους ανίκανους στην αγάπη, δεν ζητώ τίποτα άλλο παρά να με καταδικάσετε, μια και παντοτινή φορά, στη λήθη.